- παναληθής
- παναληθής, -ές (ΑΜ)1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).επίρρ...παναληθῶς (Α)αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀληθής].
Dictionary of Greek. 2013.